- απάντρευτος
- -η, -οάγαμος, ανύπαντρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απάντρευτος — η, ο άγαμος (για άντρα και γυναίκα): Για να βοηθήσει τη μάνα του και τις αδελφές του, έμεινε απάντρευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)